Αν σου πω μια μαντινάδα και σ’ αρέσει, λέει ο Λουλάκης στον εστιάτορα, δέχεσαι να μην πληρώσω;
_Ναι. του απαντά αυτός, σκεφτόμενος ότι δε θα απαντήσει καταφατικά. Λέει ο Λουλάκης την πρώτη μαντινάδα και ο εστιάτορας του λέει ότι δεν του αρέσει. Λέει του την δεύτερη και πάλι ο εστιάτορας λέει ότι δεν του αρέσει. Βλέποντας αυτό, ο Λουλάκης σηκώνεται από την καρέκλα, βγάζει το πορτοφόλι του και λέει στον εαυτό του:
Έφαγες κι ήπιες Μανωλιό κ’ είκαμες την δουλιά σου
Βγάλε και πλέρωσέ τονε εδά τον εστιάτορά του.
Και τελειώνοντας την μαντινάδα, ρωτά τον εστιάτορα:
_Σ’ αρέσει αυτή;
_Ναι, απαντά ο εστιάτορας τείνοντας και το χέρι του να πάρει τα χρήματα.
_Ε, αφού σου άρεσε, τότε ευχαριστώ για το δωρεάν φαΐ, του απαντά ο Λουλάκης!